ΤΑΞΙΔΙ...
...Αόρατα τα χέρια μου και περνάς και περνώντας ανθίζεις - ολόλευκο ανθάκι γιασεμιού, που του γυρίζω απ' την ανάποδη το μίσχο να ρουφήξω μέλι, όπως μου μάθαιναν παλιά οι φίλοι μου στη γειτονιά παίζοντας μήλα κι «αγαλματάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα. Μέρα ή νύχτα;»
Ονειρεύομαι τη μέρα σου, πώς ξυπνάς κι άραγε πού και λέω, αν η νύχτα σου με περιείχε, θα μ' έβρισκε ο ήλιος ξάγρυπνο, γιατί δε θα το μπορούσα να σε βλέπω να μαζεύεις τα μαλλιά σου πρωί - κι αλήθεια ποιος θα το μπορούσε να σου λέει μια ήσυχη «καλημέρα» και να παρακολουθεί τα μάτια σου ν' ανοίγουν, αυτά τα μάτια που, αν δεν ήταν μάτια, θα ήταν δύο παγίδες κυνηγού, να πέφτουν μέσα τα πουλιά και η καρδιά μου...
...Θα πονάω πάντα για τις λέξεις που δεν έχω να μιλήσω, πάντα
για τα παγκάκια με τα σκαλισμένα αρχικά στα πάρκα και πάντα
θα πονάω για τους έφηβους που δεν ξέρουν τι να κάνουν το
Μεγάλο Έρωτα,για τα αθώα μάτια που είχαν όλα μας τα λάθη,
θα νιώθω πάντα την καρδιά μου να αναβλύζει ωραίο μαρτιάτικο
αίμα,
και πάνω απ' όλα, θα πονάω για τους παλιούς μας εαυτούς
που τραμπαλίζονται στο μισοφέγγαρο χρόνια και χρόνια,
οι παλιοί μας εαυτοί , με τις ποδιές τους ν'ανεμίζουν και τις
σάκες τους, οι εαυτοί μας, τα ξωτικά τ' Ουρανού, που χαλάνε τον
κόσμο κάθε βράδυ, όταν ησυχάζει ο κόσμος και δεν ξεχνιέται τί-
ποτα - τίποτα δε γίνεται να ξεχαστεί...
( απόσπασμα από "το κουβάρι των αλλόκοτων πραγμάτων" της Μυρτώ Κοντοβά )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου